- ἐπανάσωσον
- ἐπί-ἀνασῴζωrecover what is lostaor imperat act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επανασώζω — (AM ἐπανασῴζω) νεοελλ. σώζω και πάλι, ξανασώζω μσν. αρχ. 1. δίνω πίσω, αποδίδω, επαναφέρω 2. ανακτώ, επαναφέρω στον αρχικό κύριο («ἐπανάσωσον ἐμοὶ τὸ βασίλειον», Γρηγ.) … Dictionary of Greek